τρώει

τρώει
τό νταούλι (или τό χταπόδι) он получил по первое число;
έφαγε την παπάρα (или την χυλόπιττα) он остался с носом, ушёл не солоно хлебавши (при сватовстве); τρώει σά λύκος он ненасытен как волк; φάγαμε το βόϊδι και απόμεινε η ουρά του дело близится к концу; τρων τα σάλια τους их водой не разольёшь; δεν τρώει αχερα его на мякине не проведёшь; έφαγε το ψωμί του он изжил себя, устарел; έφαγα το ψωμί του я ел его хлеб; τό τρώω και με τρώει кусок в горло не идёт; η μάννα τρώει και τού παιδιού δε δίνει пальчики оближешь; τρώω έναν περίδρομο наедаться до отвала;

τρώει τον κόσμο — обыскать весь свет;

τον τρώει η γλώσσα του у него язык чешется;
έφαγα τα συκώτια μου я приложил все усилия, я сделал всё возможное; φάτε, μάτια, ψάρια και κοιλιά περ||δρομο погов, око видит, да зуб неймёт; οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν посл, за ошибки родителей приходится расплачиваться детям; άς τρώει η γριά κι' ας μουρμουρίζει ο γέρος погов, не до дружка — до своего брюшка; όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια посл, сильный сколько сможет, столько и сгложет;

τρώειομαι

1) — быть съедобным;

2) быть сносным, терпимым;

δεν τρώειεται — это нестерпимо;

3) упорно добиваться, домогаться, стараться изо всех сил;
φαγώθηκε να 'ρθειμαζί μου он очень хотел прийти со мной;

μιά ώρα με τρώειεταινάτοβ δώσω δανεικά — он целый час клянчил у меня взаймы;

4) ссориться, конфликтовать; грызться (прост.);

τρώειονται σαν τα σκυλιά — они грызутся как собаки;

5) изнашиваться, истрёпываться;

§ τρώειεται με τα ρούχα του — он вечно брюзжит;

μήτε ωμός τρώειεται, μήτε ψημένος — с ним каши не сваришь;

δεν τρώειονται όλα όσα πέτονται — погов, не всё то золото, что блестит


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "τρώει" в других словарях:

  • τρώει — τιτρώσκω wound pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοφάγος — ο (ΑΜ μονοφάγος, ον) αυτός που τρώει μόνος του, χωρίς άλλους («ἐπεὶ τίνα τρόπον μονοφάγος τις ὤν τὸ ἦθος, καὶ γαστρίμαργος», ΠΔ) νεοελλ. 1. αυτός που τρώει μόνο μία φορά την ημέρα 2. αυτός που τρώει μόνον ένα είδος φαγητού αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • φαγητό — φαγητό, το και φαητό, το και φαγί, το και φαΐ, το 1. καθετί που τρώγεται, ό,τι τρώει κανείς, η μαγειρεμένη τροφή: Τρώει όλα τα φαγητά. 2. το να τρώει κανείς, το γεύμα, το δείπνο: Ο χορός μετά το φαγητό. 3. η όρεξη για φαγητό: Εχάθηκεν ο ύπνος της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγουροφάγος — ο 1. αυτός που τρώει αγγούρια κατά κόρον 2. σκουλήκι που τρώει τη ρίζα τής αγγουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + φάγος < έφαγα, αόριστος τού ρ. τρώγω] …   Dictionary of Greek

  • ακαθαρτοφαγία — η (Μ ἀκαθαρτοφαγία) νεοελλ. το να τρώει κανείς ακάθαρτες ουσίες μσν. το να τρώει κανείς τροφές που θεωρούνται ακάθαρτες, για τις οποίες υπάρχει θρησκευτική απαγόρευση …   Dictionary of Greek

  • ακριδοφάγος — Αυτός που τρώει ακρίδες. Στα αρχαία χρόνια αναφέρονται αρκετοί λαοί που έτρωγαν ακρίδες. Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι μια φυλή της Αιθιοπίας τρεφόταν με ακρίδες και ο Πλίνιος αναφέρεται σε κάποια μυθολογικά όντα, τους Ακέφαλους, που δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

  • αναγκόσιτος — ἀναγκόσιτος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει σύμφωνα με ορισμένη ιατρική δίαιτα 2. (για παράσιτο) ο αναγκασμένος να τρώει οτιδήποτε βρίσκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + σῖτος] …   Dictionary of Greek

  • ασιτία — η (AM ἀσιτία) [άσιτος] η στέρηση τροφής, το να μην τρώει κάποιος καθόλου ή να μην τρώει αρκετά αρχ. η έλλειψη όρεξης …   Dictionary of Greek

  • βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»